στεροπηγερέτα

στεροπηγερέτα
στεροπ-ηγερέτα, , [dialect] Ep. for Στεροπηγερέτης, either (from ἀγείρω, so Hsch., cf. ἀστεροπαγερέτας, νεφεληγερέτα),
A he who gathers the lightning, or (from ἐγείρω), who rouses the lightning,

Ζεύς Il.16.298

, Nonn.D.8.370;

Διὸς -έταο Q.S.2.164

. [[pron. full] in nom., except by position.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στεροπηγερέτα — στεροπηγερέτης masc nom sg (epic) στεροπηγερέτᾱ , στεροπηγερέτης masc nom/voc/acc dual στεροπηγερέτης masc voc sg στεροπηγερέτᾱ , στεροπηγερέτης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεροπηγερέτα — ὁ, Α (επικ. τ.) αυτός που συγκεντρώνει τις αστραπές ή αυτός που βάζει σε ενέργεια τις αστραπές («στεροπηγερέτα Ζευς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. με α συνθετικό το ουσ. στεροπή «αστραπή» και β συνθετικό είτε το ρ. ἀγείρω (πρβλ. νεφελ… …   Dictionary of Greek

  • στεροπηγερέταο — στεροπηγερέτᾱο , στεροπηγερέτης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”